- εντερολογία
- η(ιατρ.), κλάδος της ιατρικής που ασχολείται με τα έντερα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντερολογία — η κλάδος τής ιατρικής που ασχολείται με τη μελέτη και θεραπεία τών εντέρων … Dictionary of Greek
εντερολόγος — ο ο ειδικός στην εντερολογία … Dictionary of Greek